- ξεσπάζω
- βλ. ξεσπώ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξεσπάζω — και ξεσπάνω βλ. ξεσπώ … Dictionary of Greek
ξεσπώ — άω και ξεσπάζω και ξεσπάνω 1. (ιδίως για υγρό) σπάζω το εμπόδιο που μέ συγκρατεί και χύνομαι με ορμή 2. μτφ. εξωτερικεύω τα συναισθήματά μου με βίαιο ή απότομο τρόπο, εκδηλώνομαι ορμητικά, βίαια, ραγδαία 3. ξεθυμαίνω, ικανοποιώ την οργή μου («θα… … Dictionary of Greek
ξεσπώ — και ξεσπάζω και ξεσπάνω ξέσπασα 1. τρέχω, χύνομαι ορμητικά: Ξέσπασε η κακοκαιρία. 2. εκδηλώνομαι απότομα, ραγδαία, ξεθυμαίνω: Άλλοι του φταίνε και ξεσπά στα παιδιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)